- πικραίνω
- ΝΜΑ [πικρός]1. προκαλώ σε κάποιον την αίσθηση τού πικρού («κατάφαγε αὐτό καὶ πικρανεῑ σου τὴν κοιλίαν», ΚΔ)2. προκαλώ πικρία, θλίψη σε κάποιον (α. «μέ πίκρανες τόσα χρόνια» β. «ὀ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας μου τὴν ψυχήν», ΠΔ)3. παθ. πικραίνομαια) δοκιμάζω την αίσθηση τού πικρού (α. «πικράθηκε το στόμα μου» β. «τὸ στόμα πικραίνεται», Ιπποκρ.)β) νιώθω πικρία, θλίβομαι, λυπάμαι βαθιά (α. «εκεί μέσα εκατοικούσες, πικραμένη, εντροπαλή», Σολωμ..β. «καὶ ἐπικράνθη ἐπ' αὐτοῑς Μωϋσῆς», ΠΔ)νεοελλ.1. πικρίζω, έχω την ιδιότητα τού πικρού (α. «τα αγγουράκια πικραίνουν»)2. καθιστώ πικρό κάτι («αυτή η μηλιά τά πικραίνει τα μήλα της»)αρχ.1. (για ύφος) καθιστώ σκληρό, δυσάρεστο («πικραίνειν διάλεκτον», Διον. Αλ.)2. μέσ. φέρομαι με σκληρότητα σε κάποιον («οἱ ἄνδρες ἀγαπᾱτε τὰς γυναῑκας καὶ μὴ πικραίνεσθε πρὸς αὐτάς», ΚΔ)3. απρόσ. πικραίνεταί μοιπικραίνομαι, θλίβομαι («ἐπικράνθη μοι ὑπὲρ ὑμᾱς», ΠΔ)4. δηλητηριάζω («ἐπίκρανεν αὐτὸν γευσάμενον τῆς σαρκὸς αὐτοῡ», Ιωάνν. Χρυσ.).
Dictionary of Greek. 2013.